Επιτέλους, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να πάμε πάλι θέατρο.
Κάτσαμε από το Σάββατο να δούμε τι παίζει ώστε να αποφασίσουμε και να κανονίσουμε τα διαδικαστικά.
Αρκετά σύντομα, εστίασα στο συγκεκριμένο έργο. Δε μπορώ να εξηγήσω ακριβώς το γιατί, όμως κάτι μου έκανε ένα ιδιαίτερο κλικ σε αυτό και μάλιστα, χωρίς καν να έχω προσέξει ακόμα τα αναλυτικά.
Το αποφασίσαμε για την επόμενη κι έτσι, χτες Κυριακή λίγο μετά τις έξι και εν μέσω των γνωστών ταραχών στο κέντρο, αφήσαμε το αγγελούδι μας στην κουνιάδα μου και βουρ για Κυψέλη.
Δεν είχαμε ξαναπάει στο θέατρο «Τέσσερις εποχές» και, όσο να ‘ναι, ήταν διπλή η προσμονή στο πως θα τα περάσουμε.
Το θέατρο...
Ευτυχώς χωρίς ταλαιπωρία, φτάσαμε στον χώρο. Η πρώτη εντύπωση ήταν θετική αν και δε κρύβω ότι αρχικά «ξένισε» λίγο. Η παρουσία του θεάτρου στο δρόμο ήταν μια πολύ διακριτική πόρτα μεταξύ κλασικών μαγαζιών, με ελάχιστες και μικρές αφίσες περί του έργου, προσεγμένους φωτισμούς, χωρίς φαμφάρες και φαντεζί πινακίδες. Για κάποιο λόγο μας άρεσε αυτό! Με την απλότητά του, ήταν σα να μας καλούσε να μπούμε μέσα.
Μπαίνοντας, είχε κατευθείαν μια σχετικά στενή σκάλα που οδηγούσε στο φουαγιέ, έναν όροφο κάτω (υπόγειο). Με το που κατεβήκαμε, συναντήσαμε έναν σχετικά μικρό αλλά φιλικότατο χώρο, με προσεγμένο, απαλό φωτισμό και διακόσμηση εστιασμένη σε ελληνική θεατρική θεματολογία κυρίως παλιότερων εποχών. Ήδη μας είχε κερδίσει!
Ήμασταν από τους πρώτους που είχαμε φτάσει κι έτσι είχαμε το περιθώριο να παρατηρήσουμε με την ησυχία μας τον διάκοσμο. Αρχικά θεωρήσαμε ότι δε θα είχε πολύ κόσμο λόγω της περιρρέουσας κατάστασης αλλά σύντομα διαψευστήκαμε αφού τελικά ήρθαν όσοι χρειάστηκε ώστε να «ζεστάνει» ακόμα περισσότερο η ατμόσφαιρα.
Βγάλαμε τα εισιτήριά μας ενώ η φιλικότατη ταξιθέτρια μας ενημέρωνε παράλληλα για τη δωρεάν προσφορά γαλλικού καφέ και τσαγιού που υπήρχαν στο self service μπαράκι καθώς και για τη δωρεάν προσφορά ενός κομψού μπλε φακέλου που περιείχε σε μορφή cart postal, μικρογραφίες έγχρωμων αφισών συλλεκτικής αξίας, για έργα του παλαιού Ελληνικού κινηματογράφου, τότε δηλαδή που, τις εν λόγο αφίσες, τις ζωγραφίζανε ακόμα στο χέρι, σα να λέμε «μικρά έργα τέχνης»! Καθεμία από τις 16 τους, στο πίσω μέρος, είχαν στοιχεία για το έργο που απεικόνιζαν! Ο πήχης της εκτίμησής μας όλο και ανέβαινε!
Παρατηρήσαμε ότι το βιβλιαράκι - πρόγραμμα, που συνόδευε προαιρετικά το θεατρικό, ήταν αντίστοιχα διακριτικό και προσεγμένο. Σε καλή βιβλιοδεσία, με αρκετές και ποιοτικού χαρτιού σελίδες, όλες με ασπρόμαυρο περιεχόμενο. Πέρα από τις αναφορές που παρέθετε εκεί για τον Χαλεπά και το έργο, είχε και τον πλήρη διάλογο του έργου σε θεατρική απόδοση! Θεωρήσαμε ότι τελικά ήταν ένα χρησιμότατο συμπλήρωμα και διαθέσαμε απροβλημάτιστα τα επιπλέον 5€ που κόστιζε και που, στο κάτω - κάτω, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες δωρεάν παροχές θα ήταν έως και «άδικο» να το σκεφτόμασταν παραπάνω.
Διαλέξαμε ένα από τα αρκετά τραπεζάκια του χώρου, σκουρόχρωμα, μεταλλικά, τύπου παλιού καφενείου και κάτσαμε να περιμένουμε την σήμανση έναρξης της παράστασης κουβεντιάζοντας, παρατηρώντας και χαλαρώνοντας πίνοντας τον ζεστό μας καφέ.
Συχνά πυκνά, εμφανιζόταν ανάμεσά μας και ο σκηνοθέτης του έργου, ο γνωστός όλων και πολυτάλαντος Γιάννης Μόρτζος. Απλός κι ανθρώπινος, ένα με όλους μας και όμως τόσο ξεχωριστός!
Μπαίνοντας πια στην αίθουσα θέασης είδαμε ότι, αν και με ιδιαίτερα χαμηλή θερμοκρασία, ήταν σχεδόν «οικογενειακή». Μικρή, με φορητές καρέκλες πάρα πολύ κοντά όλες τους στη σκηνή. Χαμηλός φωτισμός ενώ δέσποζε το μαύρο χρώμα.
Μοναδικές χρωματικές εξαιρέσεις ήταν το στατικό ντεκόρ με ομοιώματα λευκών, αδούλευτων μαρμάρων στη σκηνή.
Η σκηνή δε, αντίστοιχα μικρή, λιτή κι απέριττη, σε ύψος ίδιο με αυτό των θεατών, ήταν τα πάντα εύκολα ορατά απ’ όλους. «Ερμήνευε» κατευθείαν από μόνη της ότι θα φιλοξενούσε μόνο όσα χρειάζονταν για να εστιάσουμε στην υπόθεση του έργου. Ένα τραπεζάκι στο κέντρο της με δύο καρέκλες δίπλα του, όλα απλά κατανοητά κι ευδιάκριτα.
Στο πίσω μέρος της, υπήρχε επιφάνεια που, κατά περίπτωση, προϋπαντούσε τους θεατές με ασπρόμαυρη προβολή, σε μορφή τίτλων, των εκάστοτε χρονολογικών εποχών του έργου ή κάποιων εικόνων των γνωστότερων μαρμάρινων γλυπτών του Γιαννούλη.
Η υπόθεση...
Η παράσταση αρχίζει με τη μάνα να κάθετε στη μια καρέκλα και τον γιο της, τον Γιαννούλη Χαλεπά, να κάθετε στην άλλη άκρη της σκηνής πάνω σ’ ένα ξαπλωμένο μάρμαρο. Μέσα σε απόλυτη ησυχία από τους θεατές και με μια διακριτική μουσική, ξεκινά ένα μπαράζ μικρών μονόλογων από τους δυο τους που θέτουν άμεσα τους θεατές στα όσα διαδραματίζονταν εκεί.
Είναι μια μίνι βιογραφική παρουσίαση της ζωής του Γιαννούλη Χαλεπά, από τη φάση που ήταν ακόμα αρκετά νέος, λίγο πριν ξεκινήσει τις μεγάλες, γνωστές του δημιουργίες με κύρια την «Κοιμωμένη» του, έως και τα βαθιά γεράματά και τον θάνατό του.
Μέσα από αυτή τη διαδρομή, το έργο εστιάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό, στον σημαντικότερο παράγοντα της ζωής του Γιαννούλη, στην μητέρα του. Μια γυναίκα τυραννισμένη από τις ομολογουμένως πολλές προσωπικές της κακουχίες αλλά συνάμα και παραδοσιακή στην εποχή της και στις νοοτροπίες του νησιού, της τότε Τήνου. Ταυτόχρονα όμως, μια γυναίκα κυριολεκτικά προσκολλημένη στο μόνο στήριγμα που της είχε απομείνει, τον Γιαννούλη της. Η υπέρμετρη έως και αρρωστημένη της αγάπη τον πνίγει κυριολεκτικά όλο και περισσότερο. Και που είχε πια μεγαλώσει, δεν του επέτρεπε να εκφράσει και να εκφραστεί μέσω του προφανέστατου ταλέντου του ως γλύπτης μαρμάρων. Με αυτόν τον τρόπο ο Γιαννούλης έβρισκε μια προσωπική διέξοδο και άρα, για αυτήν, μια έμμεση απομάκρυνση από τη ζεστή αγκαλιά της. Δεν του επέτρεπε καν να νιώσει τον πραγματικό έρωτα για τους ίδιους λόγους. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να στειρώσει τον Γιαννούλη της απ’ οτιδήποτε εγκυμονούσε κινδύνους απομάκρυνσής του από αυτήν.
Ο Γιαννούλης, όλο και κλεινόταν στον εαυτό του πασχίζοντας αέναα να περισώσει την μοναδική του αγάπη, την τέχνη της γλυπτικής. Μέσα σε αυτή του την προσπάθεια, έφτιαξε και το παγκοσμίως αναγνωρισμένο έργο του, την περίφημη «Κοιμωμένη» του, πράγμα που του πήρε πολλούς μήνες απομόνωσης απ’ όλους και απ’ όλα, με συνεχή δουλειά πάνω στο όραμά του. Την επαναφορά δηλαδή στην «αιώνια ζωή» μέσω του γλυπτού του, της μοναδικής κοπέλας που ερωτεύτηκε. Ένας Πλατωνικός έρωτας, χωρίς καν να έχει εκφραστεί ανοιχτά ποτέ και πουθενά. Σε μία και μόνη τυχαία συνάντησή τους, με λίγες αγνές μεταξύ τους κουβέντες. Κι όμως, μετά από λίγο καιρό έμαθε ότι αυτή πέθανε.
Το έργο του ολοκληρώθηκε και σύντομα άρχισε να αποκτά την απόλυτη φήμη ως έργο τέχνης. Ο Γιαννούλης ωστόσο, στην πορεία δημιουργίας της Κοιμωμένης του, χάθηκε μαζί της σε μονοπάτια τρέλας. Χαρακτηρίστηκε ως σχιζοφρενής, επικίνδυνος για τον ίδιο του τον εαυτό και εγκλείστηκε για 14 συνεχόμενα χρόνια σε σχετικό ίδρυμα της Κέρκυρας. Μετά, επέστρεψε για να «φυτοζωεί» σχεδόν μισότρελος, για δέκα ακόμα χρόνια κάτω από την συνεχιζόμενη επίβλεψη της μητέρας του με τον γνωστό τρόπο. Όταν πέθανε η μητέρα του, απελευθερωμένος από τα χειρότερα δεσμά του, συνέρχεται σε μεγάλο βαθμό και ξαναξεκινά να δημιουργεί με καταιγιστικούς πια ρυθμούς. Τα χρόνια πέρασαν, η ανιψιά του τον έπεισε να τον φέρει μαζί της στην Αθήνα, κοντά στην Κοιμωμένη του όπου, γέρος πια, πέθανε κάποια στιγμή παραληρώντας μέσα από την τραγικότητα της πορείας του.
Συμπεράσματα...
Ό,τι κι να πω για την αίσθηση που αποκομίσαμε ως θεατές, νομίζω ότι θα βγει «λίγο»!
Όλα μαζί συναίνεσαν στο τελικό αποτέλεσμα που, σε επίπονη προσπάθεια να το χαρακτηρίσω συντομογραφικά, θα το συμπτύξω αδικώντας το με το να πω ότι ήταν καταπληκτικό!
Οι ηθοποιοί ήταν μόνο τρεις. Η μάνα, ο γιός και, κάποια στιγμή αρκετά αργότερα με σαφώς μικρότερης αξίας ρόλο, η ανιψιά. Ήταν όμως όσοι ακριβώς χρειάζονταν για να γίνει αυτό το αριστουργηματικό θεατρικό.
Είχε αρκετή αφαιρετική μέσα στη μιάμιση συνεχόμενη ώρα του. Τουλάχιστον σε σχέση με τα κλασικής παραγωγής θεατρικά. Ωστόσο, ακόμα κι αυτό, είχε την ιδιαίτερη καλλιτεχνική του αξία αφού έτσι αναδείκνυε, με τον πιο εύστοχο τρόπο, όλα τα συναισθήματα που χρειαζόταν η συγκεκριμένη βιογραφία.
Θεωρώ ότι χρήζει ιδιαίτερη μνεία, η απόδοση του ρόλου της μάνας από την ηθοποιό Γιούλη Ζήκου. Ήταν πραγματικά εξαιρετική! Από τις πολύ λίγες φορές που μια ερμηνεία με συγκλόνισε τόσο πολύ.
Βγήκαμε μαζί με όλους από την αίθουσα σχεδόν μαγεμένοι. Συγχαρήκαμε σεμνά τον Μόρτζο που περίμενε στο φουαγιέ και μετά ξανά έξω, στην πεζή πραγματικότητα της νυχτερινής και αναστατωμένης Αθήνας για να πάρουμε τον δρόμο προς τον γυρισμό. Ήμασταν όμως γεμάτοι από συναισθήματα και σαφώς ικανοποιημένοι από την επιλογή μας.
Τεχνικά στοιχεία...
Αν και τα περισσότερα αναφέρονται, καιρό τώρα, σε διάφορους άλλους ιστότοπους, τιμής ένεκεν (κατ’ ελάχιστο) στους έξοχους συντελεστές, τα παραθέτω συγκεντρωμένα με τον τρόπο μου και εδώ.
Άρα, έχουμε και λέμε...
Του Γιώργου Α. ΧριστοδούλουΑξιολόγηση:
Σκηνοθεσία: Γιάννης Μόρτζος
Σκηνικά, κοστούμια: Λαμπρινή Καρδαρά
Μουσική: Κώστας Αγουρίδης
Φωτισμοί: Τάκης Ποδαρόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Μάχη Παπαδοπούλου
Παίζουν (με σειρά εμφάνισης):
Γιούλη Ζήκου (μάνα)
Πέτρος Αποστολόπουλος (γιος - Γιαννούλης Χαλεπάς)
Ανδρομάχη Παπαδοπούλου (ανιψιά)
Θέατρο: Τέσσερις εποχές - Γιάννης Μόρτζος
Διεύθυνση: Κυψέλης 15, Κυψέλη
Τηλέφωνο: 2108812289
Παραστάσεις:
Απογευματινές λαϊκή: Τετάρτες, Κυριακές στις 19:30'
Βραδυνές: Πέμπτες, Παρασκευές, Σάββατα στις 21:30'
Τιμές:
Εισητήρια λαϊκής & φοιτιτικά: 15€
Εισητήρια κανονικά: 18€
Πρόγραμμα: 5€
Καφές, τσάι: Δωρεάν
Διάρκεια: 90' (χωρίς διάλειμα)
{[['', '']]}
{["Useless", "Boring", "Need more details", "Perfect"]}
Εργο - όνειρο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠράγματι φίλε μου, πράγματι!
Διαγραφή