Πόσο απέχει η, τόσο «αυτονόητη» κατά τ’ άλλα, λογική μας από την, τόσο «ξένη» αντίστοιχα, παράνοια;
Πόσο πολύ χρειάζεται, για έναν άνθρωπο, το να κάνει αυτήν την «μεταπήδηση», από τη μια κατάσταση στην άλλη;
Πόσο ξεχωριστές καταστάσεις του νου, μπορούν να θεωρηθούν αυτές οι δυο μεταξύ τους;
Αλήθεια, πόσο συχνά έχουμε νιώσει το φόβο, μήπως τελικά λειτουργήσαμε, σε κάποια συγκεκριμένη κατάστασή μας, με τρόπο που, μόνο ως παρανοϊκός θα μπορούσε να ερμηνευτεί απ’ όποιον τυχόν πρόσεξε τις κινήσεις μας;
Προσωπικά θεωρώ πως, πρακτικά, αυτές οι δύο καταστάσεις είναι καθαρά θεωρητικά ερμηνευμένες. Θεωρώ δηλαδή πως δεν υπάρχει κάποιο σαφές φυσικό όριο της μίας σε σχέση με την άλλη. Θεωρώ πως όλη η ιστορία έχει να κάνει με τους εκάστοτε κοινωνικούς θεσμούς και δεσμούς που μας συνοδεύουν από την 1η στιγμή που αρχίσαμε να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε, δειλά - δειλά, τις πρώτες μας εικόνες, τα πρώτα μας βήματα, από την νηπιακή μας δηλαδή ηλικία. Από τότε που, όλοι γύρω μας, αγωνιούσαν να μας προσαρμόσουν μέσα σε μια κοινά αποδεκτή περπατημένη, με κύριο «πρόσχημα» το δικό μας καλό. Όχι βέβαια ότι δεν είναι αληθινή αυτή η προσπάθεια. Πράγματι αυτό θέλουν κατά βάση. Να μας προστατέψουν θέλουν γιατί, κατ’ αρχήν, νοιάζονται για ‘μας αλλά και γιατί έτσι ξέρουν πως πρέπει να λειτουργήσουν ως σωστοί καθοδηγητές.
Πράγματι, ως νήπια, κινδυνεύουμε εύκολα, σχεδόν από το καθετί γύρω μας. Πράγματι, αν δεν υπήρχαν κάποιοι να μας προστατεύουν από την άγνοιά μας, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα καταφέρναμε να επιβιώσουμε ως είδος ή τουλάχιστον όχι ως είδος με αυτές, τις γνωστές ιδιότητές του. Ακόμα κι αν είχαμε επιβιώσει κάπως, ίσως είχαμε αναγκαστεί να έχουμε μεταμορφωθεί σε κάτι που, ελάχιστες σχέσεις θα είχε με το γνωστό μας είδος, αυτό των ανθρώπων.
Όμως, πόσο αυτονόητη θα μπορούσε να θεωρηθεί η οριστικοποίηση ενός προτύπου που έχουμε μάθει να το ονομάζουμε ως «λογική»; Αυτό που το βάζουμε ως επικεφαλίδα στην περιγραφή κάθε μας κίνησης.
Πόσο αληθινοί νιώθουμε όταν, ενώ σκεφτόμαστε βαθύτερα, χωρίς προκαλύμματα, και ενώ διαπιστώνουμε ότι στριμωχνόμαστε στο να καταφέρουμε να κατατάξουμε κάθε μας πράξη, κάτω από την «ασφαλή» σκέπη της λογικής, από την άλλη δε τολμάμε να παραδεχτούμε την δυσανασχέτησή μας ούτε στον ίδιο μας τον εαυτό; Ξέρετε για ποιες ώρες κύρια μιλώ. Αυτές τις δύσκολες, τις κακές, τότε που, όσο κι αν έχουμε προσπαθήσει ν’ αποφύγουμε, αυτές μας «κυνηγάνε» να μας κρατήσουν ξύπνιους και μόνους, αντιμέτωπους με το φάντασμα του ίδιου μας του εαυτού.
Πόσο ειλικρινείς είμαστε όταν αναρωτιόμαστε σχεδόν μεγαλόφωνα «Μα γιατί μου συμβαίνει αυτό; Γιατί σ’ εμένα» και υπονοούμε μια σχεδόν αυτονόητη αλλά άφωνη πια συνέχεια στο σκεπτικό μας: «... γιατί εμένα που είμαι τόσο σωστός και λογικός, που τα έχω βολέψει όλα τόσο καλά γύρω μου, που όλοι μου δείχνουν ότι συμφωνούν, που ακόμα κι αν μου λένε ότι κάπου διαφωνούν, ξέρουν ότι τελικά κάνουν λάθος...»;
Πόσο σίγουροι νιώθουμε ότι δεν πλέουμε μέσα σε μια θάλασσα παράνοιας όταν αφήνουμε να ταξιδεύουν τελείως ελεύθερες οι σκέψεις μας; Όσοι τουλάχιστον το καταφέρνουν αυτό ή έστω, όσοι το ξέρουν ότι αυτό κάνουν και δεν παραμυθιάζονται. Πόσο σίγουρο είναι το ότι, αυτό μας το ταξίδι, σταματά αμέσως μόλις εμείς ενσυνείδητα το αποφασίσουμε; Δηλαδή τι συμβαίνει τότε; Ξαφνικά όλα γυρνάμε στην άλλη κατάσταση; Και τι ήταν όλο αυτό μέχρι πριν λίγο; Πώς μπόρεσε να συμβεί; Ακόμα περισσότερο, πώς μπόρεσε να γίνει αντιληπτό από εμάς τους λογικούς, το τι ακριβώς ήταν ως παρανοϊκό; Θέλω να πω, πώς μπορεί ένας μη μυημένος σε κάτι, να αντιληφθεί και να ορίσει το τι είναι το πραγματικά άγνωστο γι αυτόν «κάτι»; Μήπως τελικά τίποτα απ’ αυτά δεν ερμηνεύετε σωστά έτσι; Μήπως χρειαζόμαστε μια πιο ανοιχτής φιλοσοφίας προσέγγιση ως προς το ποιος, πότε, τι και γιατί είναι ή όχι και πόσο παρανοϊκό και τι αντίστοιχα λογικό; Μήπως απλά βιαζόμαστε να καλυφθούμε κάτω από την ασφάλεια της κουβέρτας μας όπως κάναμε, πολύ πιο τίμια τότε, ως παιδιά; Να κρυφτούμε δηλαδή όπως - όπως από τους ίδιους ουσιαστικά τους φόβους μας;
Χρειαζόμαστε τίτλους κι ετικέτες για το καθετί αρκεί να μπορούμε να τα φοράμε μόνο στους άλλους, όποτε μας βολεύει. Αυτός είναι ένας πολύ καλά δοκιμασμένος τρόπος μέσα στους αιώνες τις εξέλιξής μας. Πιάνει δε μια χαρά, αρκεί να το κάνουμε με τρόπο που θα πείθουμε και τους γύρω μας αλλιώς, κινδυνεύουμε να χαρακτηρισθούμε απλά και απαξιωτικά ως κοινοί κουτσομπόληδες.
Κουράγιο λοιπόν, η επόμενη αναμέτρηση με τον εαυτό μας δεν θ’ αργήσει αλλά εμείς είμαστε πια «αετοί» σε κάτι τέτοια. Έχουμε μάθει! Γυρνάμε πλευρό και, κάποια στιγμή δε μπορεί, θα μας ξαναπάρει ο γλυκός μας ο ύπνος...
Φυσικά αυτά, τα είχαν πει πολλοί άλλοι και πολύ πριν από εμένα.
Κάποι απ' αυτούς, που είχαν το χάρισμα να τα λένε κατευθείαν μέσα στην ψυχή σου, ήταν και οι πολυαγαπημένοι μου Pink Floyd...
So, so you think you can tell Heaven from Hell,
blue skies from pain,
can you tell a green field from a cold steel rail,
a smile from a veil,
do you think you can tell?!
blue skies from pain,
can you tell a green field from a cold steel rail,
a smile from a veil,
do you think you can tell?!
Αξιολόγηση:
{[['', '']]}
{["Useless", "Boring", "Need more details", "Perfect"]}
Aυτό είναι το αιώνιο ερώτημα.Πότε είναι κάποιος τρελός;Όταν λέει ότι ο γάιδαρος δεν πετάει και όλοι οι άλλοι λένε ότι πετάει.Όχι δεν το έχω γράψει ανάποδα.Όσο για το τραγούδι...my kind of music!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατά πάσα πιθανότητα, τρελός είναι αυτός που χαρακτηρίσθηκε επισήμως έτσι, είτε από την εξυφασμένη πλειοψηφία των ατόμων της κοινωνίας στην οποία, κατά τ’ άλλα, ανήκει είτε από τους διορισμένους απ’ αυτήν σχετικούς αντιπροσώπους της. Όπως λοιπόν γίνεται αντιληπτό, βάσει τουλάχιστον αυτής της ερμηνείας, το ποιος ακριβώς θα θεωρείται ως τρελός αλλά και το πόσο τρελός, έχει να κάνει με το ποιος και το πώς κατά περίπτωση το κρίνει.
ΔιαγραφήΑν δηλαδή θέλουμε να το κουράσουμε κι άλλο, καταλήγουμε στην επιστημονικότατης προέλευσης ρήση: «Βράσε όρυζα!».
Χαίρομαι πολύ που το τραγούδι που διάλεξα, ανήκει και στις δικές σου προτιμήσεις! Είναι από τα πλέον αξιόλογα!
Να 'σαι καλά!